- παράτροπος
- -η, -ο / παράτροπος, -ον, ΝΑ [παρατρέπω]1. αυτός που παρεκκλίνει από την κανονική του θέση ή κατεύθυνση, λοξός, πλάγιος, γυρμένος2. μτφ. αυτός που υπέστη εκτροπή από την ευθεία οδό, παράνομος («εὐναὶ παράτροποι», Πίνδ.)αρχ.παράδοξος, παράξενος, αλλόκοτος, ασυνήθιστος («χρωστὸς δὲ παράτροπον ἄνθος», Πλούτ.)2. αυτός που αποτρέπει, αποτρεπτικός («τί δ' ἐγὼ μόρου παράτροπον μέλος εὕρω;», Ευρ.)3. φρ. «ἔπος παράτροπον» — παραβολή, παροιμία (Νόνν.).
Dictionary of Greek. 2013.